πεπαιτέρα

πεπαιτέρα
πεπαιτέρᾱ , πέπων
cooked by the sun
fem nom/voc/acc dual
πεπαιτέρᾱ , πέπων
cooked by the sun
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεπαιτέρᾳ — πεπαιτέρᾱͅ , πέπων cooked by the sun fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαίτερα — πέπων cooked by the sun neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”